μεγαρική σχολή

μεγαρική σχολή
Φιλοσοφική σχολή της αρχαιότητας. Ανήκε στις λεγόμενες μικρότερες σωκρατικές σχολές, μαζί με τις σχολές των κυνικών και των κυρηναϊκών. Άνθησε τον 4o αι. π.Χ. και ιδρυτής της ήταν ο Ευκλείδης ο Μεγαρεύς. Συνεχιστές του έργου του υπήρξαν, μεταξύ άλλων, ο Ευβουλίδης, ο Διόδωρος Κρόνος, ο Αλεξίνος και ο Στίλπων, ο οποίος πραγματοποίησε έναν συγκερασμό μεγαρικών και κυνικών θεωριών. Χαρακτηριστικό της σχολής αυτής υπήρξε η διαλεκτική προσπάθεια να ερμηνεύσει τη σωκρατική διδασκαλία του αγαθού με τις θέσεις της παρμενίδειας και ελεατικής μεταφυσικής του μοναδικού Όντος. Αν το αγαθό ως είναι είναι Ένα, ό,τι δεν είναι το Αγαθό, δηλαδή η πολλότης, είναι μη πραγματικό. Από το γεγονός αυτό προκύπτει η άρνηση της κίνησης και η απόρριψη των δεδομένων της αίσθησης, καθώς και η απόδειξη του αδιανόητου της έννοιας του δυνατού και του αδύνατου των κρίσεων, όπου το υποκείμενο είναι διαφορετικό του κατηγορουμένου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ηλειακή σχολή — Αρχαιοελληνική φιλοσοφική σχολή.Μία από τις λεγόμενες Σωκρατικές σχολές, λιγότερο όμως σημαντική –από φιλοσοφική άποψη– σε σύγκριση με την Κυνική, την Κυρηναϊκή και τη Μεγαρική σχολή (προς την οποία ωστόσο πλησιάζει, σύμφωνα με τις σπάνιες και… …   Dictionary of Greek

  • μεγαρικός — ή, ό (Α μεγαρικός, ή, όν) [Μέγαρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Μέγαρα ή στους Μεγαρίτες ή που προέρχεται από τα Μέγαρα, μεγαρίτικος («μεγαρική βιοτεχνία») 2. το θηλ. ως ουσ. η μεγαρική η διάλεκτος τών Μεγάρων 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.)… …   Dictionary of Greek

  • Ευκλείδης — I (330; – 275; π.Χ.). Μαθηματικός. Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για τη ζωή του. Αραβικές πηγές αναφέρουν ότι γεννήθηκε στην Τύρο της Συρίας και σπούδασε στην Αθήνα. Την εποχή της βασιλείας του Πτολεμαίου A’ τον κάλεσαν στην Αλεξάνδρεια για να… …   Dictionary of Greek

  • συνεταιρισμός — Ως γενικότερη έννοια, σ. είναι κάθε οργανωμένη σύμπραξη πολλών προσώπων που επιδιώκουν τον ίδιο, συγκεκριμένο σκοπό. Την ελευθερία της συγκρότησης τέτοιων ομάδων συνεργασίας για την επιδίωξη νόμιμων σκοπών εγγυούνται τα συντάγματα όλων των… …   Dictionary of Greek

  • Ηρόδικος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Η. ο Σηλυβριανός (5ος αι. π.Χ.). Γιατρός, παιδοτρίβης και διαιτολόγος. Καταγόταν από τη Σηλυβρία της Θράκης, παλιά μεγαρική αποικία. Σύγχρονος του Ιπποκράτη, άσκησε το ιατρικό του επάγγελμα στα Μέγαρα …   Dictionary of Greek

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

  • σωκρατικοί ελάσσονες — Έτσι χαρακτηρίζονται όλοι εκείνοι που, κατά κάποιο τρόπο, ισχυρίστηκαν ότι στηρίζονται στη σωκρατική διδασκαλία, αλλά που υστερούν κατά πολύ από το μέγιστο όλων των σωκρατικών: τον Πλάτωνα. Εκτός από μερικές προσωπικότητες, όπως ο Ξενοφών και ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”